Σφενδόνας επανάσταση — Η περίοδος αναταραχών και εξεγέρσεων που, κατά την περίοδο της ανηλικότητας του Λουδοβίκου ΙΔ’ και της αντιβασιλείας της Άννας της Αυστριακής (από το 1648 ως το 1653) συγκλόνισαν τη Γαλλία και κυρίως το Παρίσι. Οι όροι fronde και fron deur… … Dictionary of Greek
εναγκυλίζω — ἐναγκυλιζω (Α) προσαρμόζω κάτι στην αγκύλη (νευρά τόξου ή αγκύλη σφενδόνας) για να τό εκσφενδονίσω … Dictionary of Greek
ενεργώ — και ενεργάω (AM ἐνεργῶ, έω) [ενεργός] 1. (με εμπρόθ. προσδ. ή επίρρ.) συμπεριφέρομαι («ενεργώ κατά συνείδηση», «σωστά ενήργησες») 2. εκτελώ, διεξάγω, επιχειρώ κάτι (α. «ενεργώ έρευνα, επιθεώρηση, έφοδο» κ.λπ. β. «ἐνήργουν τά τοῡ πολέμου», Πολύβ.) … Dictionary of Greek
εύμετρος — εὔμετρος, ον (Α) 1. μετρημένος ή υπολογισμένος καλά, καλοζυγιασμένος («βαλὼν σφενδόνας ἀπ εὐμέτρου», Αισχύλ.) 2. συμμετρικός στις αναλογίες 3. αυτός που έχει μέτριες διαστάσεις ή αναλογίες («εὔμετρος οἶκος», Αρετ.) 4. εύρυθμος, εξαιρετικός στο… … Dictionary of Greek
νεύρο — το (ΑΜ νεῡρον) 1. συν. στον πληθ. τα νεύρα βιολ. όργανα υπό μορφή υπόλευκης ταινίας ή νήματος τα οποία μεταφέρουν τις αισθητικές και κινητικές διεγέρσεις μεταξύ εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού αφ ενός και τών διαφόρων οργάνων, αφ ετέρου, και πρός… … Dictionary of Greek
ρινός — ἡ και ὁ, Α 1. το δέρμα ζωντανού ανθρώπου (α. «ὦσε δ ἀπὸ ῥινὸν τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «ῥινοὶ ἀπέδρυφθεν», Ομ. Οδ.) 2. (σπανίως) το δέρμα νεκρού («ῥινὸν δ ἀπ ὀστεόφιν ἐρύσαι», Ομ. Οδ.) 3. δέρμα από ζώο, δορά (α. «ῥινὸν πολιοῑο λύκοιο», Ομ. Οδ. β … Dictionary of Greek
στερεοπαγής — ές, Α (για βλήμα σφενδόνας) σκληρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + παγής (< θ. πăγ τού πήγνυμι*), πρβλ. σκληρο παγής] … Dictionary of Greek
σφενδόνη — η, ΝΜΑ και σφεντόνα Ν, και δωρ. τ. σφενδόνα Α 1. εκηβόλο όπλο που εκτοξεύει λίθινα ή μεταλλικά βλήματα σφαιροειδούς μορφής και αποτελείται από κεντρικό εύκαμπτο τεμάχιο, προσαρμοσμένο σε δύο ιμάντες 2. η οπή ή το κοίλωμα τού δαχτυλιδιού όπου… … Dictionary of Greek
Ταβάν — (Tavannes). Γαλλική οικογένεια της οποίας διάφορα μέλη διακρίθηκαν. Αρχικά λεγόταν Σο. 1. Γάσπαρ (1509 – 1573). Στρατάρχης. Νέος ακόμα, διακρίθηκε σε πολλές μάχες και απέκτησε πλούτο από τη λεηλασία εκκλησιών και μοναστηριών. Φανατικός, παρά τα… … Dictionary of Greek